Οδηγός για τη Διαχείριση της Ασφάλειας σε εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας
Σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΚΥΑ 175058/2016, ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης καταρτίζει υποχρεωτικά, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για εγκατάσταση ανώτερης ή κατώτερης βαθμίδας, Έκθεση στην οποία αναφέρεται η οικεία Πολιτική Πρόληψης Μεγάλων Ατυχημάτων (ΕΠΠΜΑ), καθώς και οι όροι και οι μέθοδοι διασφάλισης της ορθής εφαρμογής της. Η ΠΠΜΑ πρέπει να είναι σχεδιασμένη ώστε να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος και να είναι ανάλογη προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος.
Περιλαμβάνει τους γενικούς στόχους και τις αρχές δράσης του φορέα εκμετάλλευσης, τον ρόλο και την ευθύνη της διοίκησης που ασκείται από τον φορέα εκμετάλλευσης, καθώς και την προσήλωσή του στη διαρκή βελτίωση του ελέγχου των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων και στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας.
Η ΕΠΠΜΑ υποβάλλεται από τον φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή μαζί με το φάκελο κοινοποίησης ή την εκάστοτε τροποποίησή του. Ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει περιοδικά και, όταν απαιτείται, επικαιροποιεί την ΕΠΠΜΑ, άλλως, σε κάθε περίπτωση επικαιροποιεί την ΕΠΠΜΑ τουλάχιστον ανά πενταετία.
Η ΠΠΜΑ εφαρμόζεται με κατάλληλα μέσα, δομές και σύστημα διαχείρισης ασφαλείας, σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος III της ΚΥΑ 175058/2016, και ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης ή των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης.
Για τις εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας, η υποχρέωση εφαρμογής της ΠΠΜΑ μπορεί να υλοποιηθεί με άλλα κατάλληλα μέσα, δομές και συστήματα διαχείρισης, ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της ΚΥΑ 175058/2016.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η Οδηγία Seveso II για τις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας στις χώρες της ΕΕ, ανέθεσε στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας JRC ISPRA τη διενέργεια μελέτης με τίτλο «Seveso Lower Tier Establishments Implementation of Article 7 of the Seveso II Directive in the European Union» (2011).
Δεδομένου ότι και η Οδηγία Seveso III στο σημείο αυτό δεν έχει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη Seveso II, κρίνεται ότι η εν λόγω μελέτη και τα συμπεράσματά της είναι χρήσιμα. Παρακάτω παρατίθενται τα βασικά συμπεράσματα της ως άνω μελέτης:
- Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό εγκαταστάσεων Κατώτερης Βαθμίδας παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις στην εφαρμογή της Οδηγίας Seveso ΙΙ λόγω έλλειψης πόρων και αδυναμίας εκτίμησης κινδύνου. Εξ άλλου, σε πολλά κράτη-μέλη οι περισσότερες από τις μισές εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένες δυνατότητες στην εφαρμογή ολοκληρωμένης πολιτικής ασφάλειας.
- Οι κίνδυνοι που υπολείπονται μετά την εφαρμογή κατάλληλων προληπτικών μέτρων (residual risk) και η θέση μιας εγκατάστασης, μπορεί να καταστήσουν τις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερο επικίνδυνες από εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας. Μολονότι οι μικρότερες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών της κατώτερης βαθμίδας εν γένει συνδέονται με μικρότερους κινδύνους, τα επίπεδα επικινδυνότητας δεν είναι μόνο συνάρτηση της ποσότητας των ουσιών, αλλά και της θέσης της εγκατάστασης και της ικανότητας της επιχείρησης στη διαχείριση κινδύνου.
- Πολλά κράτη-μέλη έχουν θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο απαιτήσεων, πλέον των απαιτήσεων της Οδηγίας. Σε ορισμένα κράτη-μέλη ζητείται μεγαλύτερη εξειδίκευση της Πολιτικής Πρόληψης Μεγάλων Ατυχημάτων (ΠΠΜΑ) μέσω ενός Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας (ΣΔΑ) και σε άλλα ζητείται Μελέτη Ασφάλειας, με μικρότερες απαιτήσεις σε σχέση με τις εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας. Τέλος, σε άλλα κράτη-μέλη ζητείται σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης και εκτίμηση επικινδυνότητας.
- Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών ζητείται ΣΔΑ και στις περιπτώσεις αυτές το ΣΔΑ είναι μέρος της ΠΠΜΑ ή αποτελεί ξεχωριστό απαιτούμενο.
- Τα κράτη-μέλη της ΕΕ μοιράζονται μεταξύ δυο κατευθύνσεων: α) να εφαρμόσουν την Οδηγία με την απαίτηση ΣΔΑ, λιγότερου απαιτητικού σε σχέση με το αναφερόμενο για εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας και β) να ζητήσουν Μελέτη Ασφάλειας με μειωμένες όμως απαιτήσεις σε σχέση με τα οριζόμενα του άρθρου της οδηγίας για τις εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας.
Παρακάτω παρουσιάζονται τα συμπεράσματα από σεμινάριο που έλαβε χώρα στην Πράγα το 2009, στο οποίο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης του JRC ISPRA. Συγκεκριμένα, παρατίθενται πρόσθετες επισημάνσεις, πέρα από τα ως άνω συμπεράσματα της μελέτης για τα οποία υπήρξε συμφωνία:
- Αναγνωρίσθηκε ότι μολονότι στις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας γενικά οι απαιτήσεις είναι λιγότερες, σε σχέση με την πρώτη βαθμίδα, στις περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου, λόγω επικίνδυνης ουσίας ή δυσμενούς θέσης της εγκατάστασης, η τήρηση της νομοθεσίας οδηγεί σε δυσανάλογα μεγάλη επιβάρυνση των επιχειρήσεων λόγω έλλειψης πόρων και χαμηλού επιπέδου οργάνωσης.
- Επισημάνθηκε η ανάγκη για εκτίμηση κινδύνου που σε αρκετές περιπτώσεις έχει συμπεριληφθεί στη νομοθεσία κρατών-μελών. Οπωσδήποτε οι απαιτήσεις σε πόρους και η εξειδίκευση στελεχών για την εκτίμηση κινδύνου αποτελεί δύσκολο καθήκον για τις επιχειρήσεις.
- Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ανομοιομορφία ανάμεσα στα κράτη-μέλη αναφορικά με την ερμηνεία της ΠΠΜΑ και του ΣΔΑ, όπως ορίζονται στην Οδηγία. Ιδιαίτερα παρατηρήθηκαν αποκλίσεις στο περιεχόμενο της εφαρμογής της πολιτικής σε αναλογία με τους κινδύνους.
Για τις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας που υπάγονται στην ΚΥΑ 175058/2016 (βλ. παραπάνω «Προβλέψεις Νομοθεσίας»), ζητείται ρητά η υποβολή Έκθεσης Πολιτικής Πρόληψης Μεγάλων Ατυχημάτων (ΕΠΠΜΑ) για την εξειδίκευση της οποίας στην ΚΥΑ δεν περιλαμβάνεται αναλυτική αναφορά, ανάλογη με αυτήν που ζητείται για τις εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας (Μελέτη Ασφάλειας). Εκ παραλλήλου ορίζεται ότι η ΠΠΜΑ θα πρέπει να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας και να είναι ανάλογη προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος, τις δραστηριότητες και την πολυπλοκότητα της εγκατάστασης και συνεπώς επαφίεται στα κράτη-μέλη η ευθύνη να ορίσουν κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο, με βάση την αρχή της επικουρικότητας, ώστε να τηρούνται οι ως άνω κατευθύνσεις.
Μολονότι οι μικρότερες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών της Κατώτερης Βαθμίδας συνδέονται με μικρότερους κινδύνους, τα επίπεδα επικινδυνότητας είναι συνάρτηση της φύσης και της ποσότητας των αποθηκευόμενων ουσιών, αλλά και της θέσης της εγκατάστασης, καθώς και της ικανότητας της επιχείρησης στη διαχείριση κινδύνου. Επομένως, οι εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας ενδέχεται να παρουσιάζουν μεγάλη επικινδυνότητα.
Από την εμπειρία εφαρμογής της οδηγίας Seveso στην ΕΕ (βλ. παραπάνω «Εμπειρία από Χώρες της ΕΕ»), στην πλειοψηφία των κρατών-μελών έχει θεσπιστεί η απαίτηση εκπόνησης Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας (ΣΔΑ), λιγότερου απαιτητικού σε σχέση με το αναφερόμενο για εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας, ενώ επιπρόσθετα σε πολλά κράτη-μέλη ζητείται Μελέτη Ασφάλειας, με μειωμένες όμως απαιτήσεις σε σχέση με τα οριζόμενα του άρθρου 9 της οδηγίας για τις εγκαταστάσεις Ανώτερης Βαθμίδας.
Με βάση τα παραπάνω και στο πλαίσιο έργων που ανέθεσε το Υπουργείο Εργασίας σε πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα από το 2008 και μετά, αναπτύχθηκε Μεθοδολογία Αξιολόγησης των Εκθέσεων Κοινοποίησης Στοιχείων για τις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας, στην οποία εξειδικεύεται η εφαρμογή της Διαχείρισης Ασφάλειας ανάλογα με τους κινδύνους που απορρέουν από την αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών στις εν λόγω εγκαταστάσεις. Η ως άνω Μεθοδολογία Αξιολόγησης αναπτύχθηκε στο πλαίσιο προγραμμάτων που ανατέθηκαν από το Υπουργείο Εργασίας το 2008, το 2012 και το 2016 από κοινού στα Ιδρύματα Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» και Πολυτεχνείο Κρήτης και ακολούθως το 2019 και το 2021 σε προγράμματα που ανατέθηκαν στο ΕΜΠ. Για το ΕΜΠ Επιστημονικοί Υπεύθυνοι σε επί μέρους προγράμματα ήταν οι Καθηγητές Νικόλαος – Χρήστος Μαρκάτος, Ιωάννης Ζιώμας και Νικόλαος Μαρμαράς, για το ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» ο Δρ. Ιωάννης Παπάζογλου και η Δρ. Όλγα Ανεζίρη και για το Πολυτεχνείο Κρήτης ο Δρ. Γεώργιος Παπαδάκης.
Επισημαίνεται ότι η μεθοδολογία αυτή αφορά αποκλειστικά σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ΚΥΑ 172058/2016.
Από την αξιολόγηση Εκθέσεων Κοινοποίησης Στοιχείων εγκαταστάσεων κατώτερης βαθμίδας στο πλαίσιο των παραπάνω προγραμμάτων διαπιστώθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις ελλείψεις που αφορούσαν είτε στην απουσία ΠΠΜΑ, είτε στην απουσία ενός ΣΔΑ που να περιλαμβάνει βασικά θέματα όπως η οργάνωση ασφάλειας, γραπτές διαδικασίες ασφάλειας, σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης κ.ά.
Με βάση την ως άνω μεθοδολογία, δίδονται στους ακόλουθους καταλόγους ελέγχου οδηγίες για τη διαχείριση ασφάλειας για τις εγκαταστάσεις Κατώτερης Βαθμίδας για θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Οι κατάλογοι ελέγχου συντάχθηκαν από τους Μιχαήλ Χριστόλη (τεχνικό σύμβουλο για θέματα ασφάλειας) και Δρ Παρασκευή Γεωργιάδου (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε.), στο πλαίσιο του έργου “Διαδικτυακή Πλατφόρμα e-Help Desk για την Υ.Α.Ε. / Ψηφιακά εργαλεία & υπηρεσίες της Δ/νσης Υγείας & Ασφάλειας στην Εργασία – Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης”.